- χρεμετίζω
- ΝΑ(για άλογα) χλιμιντρίζωαρχ.μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem- «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» —πιθ. προϊόν ονοματοποιίας— η οποία έλαβε στην Ελληνική την ειδικότερη σημ. «χλιμιντρίζω» και απέκτησε έναν έντονα εκφραστικό χαρακτήρα, όπως υποδηλώνουν τόσο η ποικιλία τών υστερογενών εκφραστικών τ. ενεστώτα (πρβλ. χρεμετίζω, χρεμίζω, χρεμέθω) όσο και η χρησιμοποίηση τ. τής οικογένειας αυτής (πρβλ. χρέμυς, χρόμις, χρόμιος, χρέμης), για να δηλωθούν διάφορα είδη ψαριών. Πρωτόθετη λ. τής οικογένειας αυτής θα πρέπει να θεωρηθεί ένας ρηματ. τ. *χρέμω, στον οποίο οδηγούν οι παρ. τ. χρόμος*, χρόμη*, που εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. το σχήμα νέμω: νόμος: νομή) και οι εκφραστικοί τ. ενεστ. χρεμετίζω, χρεμίζω, χρεμέθω. Ειδικότερα, ο τ. χρεμετίζω / χρεμετῶ έχει σχηματιστεί κατά τους ενεστ. σε -ετ-ίζω / -ετ-άω, πρβλ. αἱρ-ε-τ-ί-ζω, ναι-ε-τ-άω (πρβλ. και τον τ. Χρεμέτης, ονομ. ενός ποταμού), ο τ. χρεμ-ίζω κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. το ζεύγος γέμω: γεμίζω) και ο τ. χρεμέθω με επίθημα -έ-θω (πρβλ. το ζεύγος φλέγω: φλεγέθω). Ο αρχικός αυτός τ. *χρέμω, τέλος, θα μπορούσε να συνδεθεί με τ. άλλων γλωσσών, όπως: λετον. gremju, gremt «βροντώ, μουρμουρίζω, απειλώ», ρωσ. gremlju, gremet «βροντώ, κροταλίζω», αρχ. άνω γερμ. gremmen «οργίζομαι, θυμώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.